- βέλτιστε
- βέλτιστοςbestmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Oráculo de Delfos — Ubicación de Delfos [Delphes], en Grecia … Wikipedia Español
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
εύγε — (ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε) (επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.) αρχ. 1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α.… … Dictionary of Greek
χρυσολογώ — έω, Α [χρυσόλογος] 1. μιλώ για τον χρυσό («παῡε, ὦ Μίδα βέλτιστε, χρυσολογῶν», Λουκιαν.) 2. συλλέγω χρυσό 3. (κατ επέκτ.) συλλέγω καθετί που έχει υλική αξία … Dictionary of Greek
βέλτισθ' — βέλτιστα , βέλτιστος best neut nom/voc/acc pl βέλτιστε , βέλτιστος best masc voc sg βέλτισται , βέλτιστος best fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστ' — βέλτιστα , βέλτιστος best neut nom/voc/acc pl βέλτιστε , βέλτιστος best masc voc sg βέλτισται , βέλτιστος best fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)